ἀπόγε͜ιο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόγε͜ιο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόγε͜ιο τό, πολλαχ. ἀπόγε͜ιου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’πόγε͜ιο Εὔβ. (Κύμ. Ὄρ.) ’πόγε͜ιου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀπόγει Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπό’ Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) ἀπόει Ἤπ. Θεσσ. (Ἀιβάν.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐδ. τοῦ ἀρχ. ἔπιθ. ἀπόγειος. Ὁ τύπ.ἀπόγει καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 598 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τ’ ἀπόγει βλέπασι κ’ οἱ δυό, ἀξάφνου μὴ μοῦ δώσῃ».

Σημασιολογία

1) Ἀπόγειος ψυχρὸς ἄνεμος, μάλιστα τῆς πρωίας ἢ καὶ τῆς ἑσπέρας πνέων κατὰ τὸ ἔαρ ἢ τὸ φθινόπωρον πολλαχ.: Μιὰ χαρὰ ταξιδέψαμε μὲ τ’ ἀπόγε͜ιο νύχτα νύχτα πολλαχ. Κά’ ἀπόγειου, κ’ bώσου μὴν κρυώης Σκόπ. Τί λές, Σταυρῆ, δὲν μᾶς παίρνει τὸ ἀπόγειο ν’ ἀνοίξωμε παννί; ΓΔροσίν. Διηγήμ. 32. β) ψυχρὸν ρεῦμα ἀέρος Θεσσ. (Ἀιβάν.): Μ’ ἔκουψι τ’ ἀπόει. γ) Ὁ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου πνέων νότιος ἄνεμος Θεσσ. (Ἀιβάν.): Ἀρχισι τ’ ἀπόει. 2) Παγερὰ πρωινὴ ἢ ἔσπερινὴ δρόσος πολλαχ.: Κάνει ἀπόγε͜ιο κάθε βράδυ Πελοπν. (Γέρμ.) Μὲ τ’ ἀπόει ἐγαυρώσανε τὰ χέρια μου (ἐγαυρώσανε=μουδιˬάσανε) Κρήτ.(Σητ.) Ἀπόει δὰ κάμῃ ἀπόψε, γιˬατὶ δὲ φυσᾷ ἀέρας αὐτόθ. || Γνωμ. Τοῦ Μάρτι τ’ ἀπόει | τὰ σίdερα τρώει Κρήτ. || ᾎσμ. Κόρες μου, τὰ γιˬοργάνιˬα σας, ποῦ τά ’βγανα ’ς τ’ ἀπόει κ’ ἐδὰ τὰ διˬαμοιράζεται ὅλο τὸ δικολόι αὐτόθ. 3) Ἡ μετὰ τὴν βροχὴν ὑγρὰ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Πβ. ἀπογε͜ιούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/