ἀποδείχνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδείχνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδείχνω σύνηθ. ἀπουδείχνου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀποδείχτω Ἄνδρ. Χίος ἀποδενάχου Τσακων. ’ποδείχνω Προπ. (Ἀρτάκ.) Μέσ. ’ποδείχτομαι Σύμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀορ. ἀπέδειξα τοῦ ἀρχ. ρ. ἀποδείκνυμι. Τύπ. ἀποδείκτω παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἀποδεικνύω, δεικνύω σύνηθ. καὶ Τσακων.: Θὰ σοῦ ἀποδείξω πῶς ἔχεις ἄδικο. Ἀπόδειξέ τὰ αὐτὰ ποῦ λές σύνηθ. Ἄ ’ποδειχτῇ θέλει πο͜ιὸς τό ’καμε Σύμ. Το’ ἔσσ’ θέου μ’ ἕκεινι ἀποδενάτσερε, (τί θέλεις μ’ αὐτὸ ν’ ἀποδείξῃς; ) Τσακων. || Φρ. Οὔ, νὰ χαθῇς ἀποδειγμένη! (ὕβρις ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα ὡς ἀποδεδειγμένην ἀνήθικον) Πελοπν (Οἰν.) 2) Ἀφίνω νὰ φαίνεται, ὑποδηλῶ, ὑποδεικνύω σύνηθ.: Δυσαρεστημένος εἶναι, μὰ δὲν τὰ ἀποδείχνει. Δὲν τοῦ τ’ ἀπέδειξα πῶς εἶμαι θυμωμένος σύνηθ. Ὁ δράκως ἠθύμωσε, μὰ δὲ dοῦ τὸ ’πόδειξε (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. Μή νι ἀποδενάτσερε τσίπτα (μὴ τοῦ ὑποδηλώσῃς τίποτε) Τσακων. || ᾊσμ. Ὡς καίεται, πουλλάκι μου, τὸ λᾴδι μέσ’ ’ς τὸ λύχνο, καίομαι ’ς τὴν ἀγάπη σου, μὰ δὲ σοῦ τ᾿ ἀποδείχνω Κρήτ. ᾿Εχτίκιˬασες μ’, ἀγάπη μου, καὶ πορπατῶ καὶ βήχω καὶ μὲ θωροῦν οἱ φίλοι μου, μὰ δὲ dῶς τ’ ἀποδείχνω αὐτόθ. Ἤφυες κ᾿ ἐλυπήθηκα, | ἀλλὰ δὲν ἀποδείχτηκα Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA