ἀπόδομα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδομα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόδομα τό, Κρήτ. (Ἔμπαρ. Ρέθυμν. κ.ἀ.)-ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 75 ΜΛελέκ. ᾿Επιδόρπ. 11 -Λεξ. Δημητρ. ᾽πόδομαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδίνω. Πβ. καὶ τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόδομα=δῶρον.

Σημασιολογία

1) Ἐξάντλησις, κατάπτωσις δυνάμεων Κύπρ.: Πόθεν σοῦ ᾿ρτε τοῦτο τὸ ξαφνικὸν ’πόδομαν; 2) Πληθ., ἔκβασις, τέλος ὑποθέσεώς τινος Κρήτ. (Ἔμπαρ.): Κακὰ ἀποδόματα θωρῶ ’ς τσοὶ δουλε͜ιές σου. β) Πληθ., τὸ τέλος τῆς ζωῆς, τὸ γῆρας Κρήτ. (Ἔμπαρ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. ΜΛελεκ ἔνθ’ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Κακὰ ἀποδόματα θά ’χῃς Κρήτ. Κατὰ τὰ ἔργα σου ἔχεις καὶ τ’ άποδόματά σου ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Καλὰ νά ’ναι τὰ ἔχει των καὶ τ᾿ ἀποδόματά των! (εὐχὴ) ΜΛελέκ ἔνθ’ ἀν. || ᾊσμ. Καλὰ νά ’νιˬαι τὰ ἔχει dω gαὶ τ’ άποδόματά dω, Kρήτ. Ἀνιστορᾶται τὰ Σφακιˬά, τσ’ ἄdρες καὶ τὰ καλά dω, τὰ πάθη καὶ τὰ χάλιˬα dω καὶ τ’ ἀποδόματά dω αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 194 (ἕκδ. ΣΞανθουδ.) «κακὰ ’ποδόματα θωρῶ ἐσὲ καὶ τοῦ κυροῦ σου». 3) Πληθ., ὁ κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου καὶ μετ’ αὐτὴν χρόνος Λεξ. Δημητρ.: ’Σ τ’ ἀποδόματα τοῦ ἡλίου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/