ἀπόθαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόθαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπόθαρος ὁ, Μακεδ. (Θεσσαλον.) -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπόθαρους Θεσσ. ('Αλμυρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Καστορ. Καταφύγ.) ἀπουθαρὸς Μακεδ. (Βλάστ) Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. θάρος. ᾿Εν Χρον. Μορ. Η στ.7919 (ἔκδ. JSchmitt) τύπ. ἀποθάριον=θάρος.
Σημασιολογία
1) ᾽Αποβολὴ τοῦ θάρους, ἀποθάρυνσις, ἀπελπισία Θεσσ. ('Αλμυρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Θεσσαλον. Καστορ. Καταφύγ.) Σκόπ -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Φρ. Παίρνου τοὺν ἀπόθαρου (ἀποθαρύνομαι, ἀπελπίζομαι) Βλάστ. Καστορ. Καταφύγ. 2) 'Απαλλαγὴ ἀπὸ τῆς προσδοκίας, τοῦ φόβου, ψυχικὴ τόνωσις, θάρος Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.) -Λεξ. Βλαστ.: Βιάζιτι ἡ δεῖνα κι᾽ παίρ’ τοὺν ἀποθαρου τ᾿ς Θεσσ. Στιρνά, σὰν πῆρα τοὺν ἀπόθαρου μ κιˬ ἀνάσινα πεὸ λεύτιρα, τραύ’ξα πεˬὸ μακρεˬὰ αὐτόθ. Πῆρα τοὺν ἀπόθαρου μ᾽, ξινο͜ιάστ’κα Βελβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA