ἀποκόλωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκόλωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκόλωμαν τό, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκολώνω (ΙΙΙ).
Σημασιολογία
1) ᾿Απογύμνωσις τῶν ὀπισθίων, τῶν γλουτῶν. Συνών. ἀνακόλωμα 2. 2) Θραῦσις ἢ ἀφαίρεσις τῆς βάσεως ἀγγείου, τοῦ πυθμένος. Συνών. Ξεκόλωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA