ἀποκούνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκούνι τό, Θήρ. ἀπουκοὺ’ Σὰμ. ’ποκούνι Κάλυμν. Κῶς
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κούνιˬα.
Σημασιολογία
Τὸ τελευταῖον γεννηθὲν τέκνον, τὸ ὀψίγονον Συνών. ἀποκούκκι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA