ἀποκοφτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοφτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποκοφτὴς ὁ, Ἀμοργ. Ἄνδρ. Κάρπ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. ’ποκοφτὴς Σύμ. ἀποκόφτης Πελοπν (Καλάβρυτ.) Σύμ. ’ποκόφτης Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκόφτω. Ὁ πληθ. ἀποκοφτᾶδες ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 17ου αἰῶνος.
Σημασιολογία
Ὁ πραγματογνώμων ὅστις ἐκτιμᾷ, καθορίζει τὰς ἀγροζημίας, ἐκτιμητὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ πάρ’ ἀποκοφτὴ νὰ πάω ν᾿ ἀποκόψῃ τὴ ζημιˬὰ ποῦ μοῦ ᾽καμες Ἀπύρανθ. Ὁ ἀποκοφτὴς ἀπόκοβενὲ τὰ φύλλα τῶν μορεˬῶν Ἄνδρ. Συνών. ἀποκοπάρις Ι, ἀποκοπιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA