ἀπολογιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολογιˬὰ ἡ, ἀπολογία λόγ. σύνηθ. ἀπηλογία Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀπολογιˬὰ Κάρπ. Κύπρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σκῦρ. - ΓΨυχάρ. Στὸν ἴσκιο 114 ἀπουλουγιˬὰ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿πολογιˬὰ Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κύπρ. ἀπηλογιˬὰ Αἴγιν. Εὔβ. (Κάρυστ. κ.ἀ.) Ἰκαρ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακεδ. Λακων κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Ρόδ. Στερελλ. (Γαρδίκ.) Σύμ. Χίος ἀπηλουγιὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. ἀπηλοϊὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εὔβ. (Ὄρ.) ἀπ᾽λοϊὰ Στερελλ. (Κλών.) ἀπ᾽λογιˬὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μεγίστ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Σκῦρ. ’πηλογιˬὰ Κρήτ. Νίσυρ. Χίος ᾽πηλιˬὰ Χίος ἀπ'λουιˬὰ Σκόπ. ᾿π᾿λουγιˬὰ Θρᾴκ. (Κομοτ.) ᾽πελογιˬὰ Τῆλ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπολογία. Ὁ τύπ. ἀπ’λογιˬὰ ἐκ τοῦ ἀπολογιˬὰ κατὰ τὸν νόμον τοῦ Kretschmer. Ὁ τύπ. ’πελογιˬὰ ἐκ τοῦ ἀπελογιˬά, ὃ καὶ παρὰ Δουκ ἐν λ. ἀπηλογιάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀπολογὴ 1, ὃ ἰδ., λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Εὔβ. (Ὄρ.) Κρήτ. Σκόπ - ΓΨυχάρ. ἔνθ. ἀν.: Τὸν κάλεσαν σὲ ἀπολογία λόγ. σύνηθ. Ἀπηλογιˬὰ γιˬὰ νά ᾽χης νὰ δώσῃς ’ς τὸ Θεὸ Κρήτ. || Ποίημ. Γιˬατὶ μιˬὰ μέρα ἄσκημη θενὰ τοὺς ξημερώσῃ ποῦ θά ’ρθη ὥρα ᾿ς τὸ Θεὸ ἀπολογιˬὰ 'νὰ δώσῃ ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀπολογὴ 2, ὃ ἰδ., Αἴγιν. Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ. Σουφλ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακεδ. Λακων. Μεσσ.) Πόντ. ( Κερασ. Τραπ.) Ρόδ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Γαρδίκ. Κλών.) Σύμ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ.: Δὲ δίδ' ἀπηλογιˬὰ ὅ,τι κιˬ ἄν dοῦ λένε Κρήτ. Τρεῖς ὥρες νὰ τοῦ μιλᾷς, ἀπηλογιˬὰ ᾿ὲν παίρνεις ποὺ τὸ στόμαν του Ρόδ. Φώναζα φώναζα τίποτα, οὔτε κρίσ’ οὔτ᾽ ἀπ᾽λοϊὰ Κλών. Ἐφώναξε καὶ δὲν ἀκούστηκε ἀπηλογιˬὰ Κρήτ. Δὲ μοῦ στρέφεις ἀπολοϊά; (δὲν μοῦ ἀπαντᾷς;) Ἀπύρανθ. Ἀπηλογιˬὰ περιμένω Χίος Τοὺ κουλουκουσκί’σι πουλὺ γιˬὰ νὰ μᾶς δώκ' ἀπουλουγιˬὰ Αἰτωλ. Φάναξα φάναξα, δὲ bῆρα κἀμμιˬὰ ἀπουλουγιˬὰ Σουφλ. || Φρ. Καλὲς ἀπηλογιˬὲς (καλὰ νέα νὰ ἔχῃς ἀπὸ τοὺς ξενιτεμένους σου. Συνών. φρ. καλὰ μαντᾶτα - χαμπάρια) Χίος || ᾌσμ. Ἄμε, φεγγάρι μου λαμπρόν, τῆς μάννας μου χαμπάρι, τῆς ἀδερφῆς μου ᾿πηλογιˬὰ γιˬὰ νά 'ρτῃ νά με πάρῃ Χίος Οὔτε γραφὴ μοῦ στέλλει οὔτε ἀπηλογιˬὰ Λακεδ. 3) Ἀπολογὴ 3, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Κάρυστ) Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πόντ. κ.ἀ.: Ἀπηλογιˬὰ δὲν ἔβγαλε Κάρυστ. Μιˬὰ τὸν ἔδωκα ποῦ ᾽πολογιˬὰ δὲν ἔβγαλε Ἁλμυρ. 4) Κακολογία, διαβολὴ Μεγίστ.: Παροιμ. Ἑ ἀπ᾿λοιˬὰ ᾿ς τοῖς τρεῖς γεννε͜ιέται, ᾽ς τοὶς ἕξι φανερώνεται (ὅτι ἡ διαβολὴ ταχέως διαδίδεται, ἀλλὰ καὶ ταχέως ἐξελέγχεται). Συνών. ἀβάνεμα, ἀβανιˬὰ 1, ἀθιβολὴ 5, κακογλωσσιˬά, κακολογιˬά. β) Μετων. ἐπὶ ἀνθρώπου κακοῦ, ὑπούλου κττ. Κύθηρ.: Εἶναι αὐτὸς μιˬὰ ἀπηλογιˬά! Ξέρεις τί ἀπηλογιˬὰ εἶναι; 5) Ἀποπομπὴ Κύπρ.: Φρ. Γιˬὰ μιστὸν γιˬὰ ’πολογιˬὰ (ἢ ἐλέησέ με ἢ διῶξε με. ’Επὶ ἐπαιτῶν). 6) Τα τῆς οἰκίας χρειώδη, οἶον ἐργαλεῖα κττ. Κύθηρ.: Χρήσιμη ἀπηλογία. Εἶχα τοὶς ἀπηλογίες μου ’ς τὴ gάσσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA