ἀπομαγειρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαγειρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαγειρεύω λόγ. πολλαχ. ἀπομαγερεύγω πολλαχ. ἀπομαερεύγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαγειρεύω.
Σημασιολογία
Παύω νὰ μαγειρεύω, τελειώνω τὸ μαγείρευμα: Ὅσο ν᾿ ἀπομαγερέψω μὲ παίρνει μεσημέρι πολλαχ. Δὲν ἐπομαέρεψες ἀκόμα; - Ἀπομαερεμένα ’χω, τώρᾳ θά βγω καὶ ᾽ὼ ὄξω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA