ἀπόπιμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόπιμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόπιμα τό, σύνηθ. ἀπόπ’μα βόρ. ἰδιώμ. ’πόπιμα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ᾽πόπιμ-μα Τῆλ. ’πόπιμμαν Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) ’ποκιμ-μαν Κύπρ. ἀπόπιˬωμα Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Κάρπ. Κρήν. Χίος κ.ἀ. ἀπόμπιˬωμα Κάρπ. ἀπόπιˬουμα Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Αράχ.) ’πόπιˬωμα Σύμ. ἀπόπιˬημα Θράκ. (᾽Αδριανούπ. Αἶν.) ᾿πόπιˬημα Εὔβ. (Στρόπον.) ἀπόκιμα Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποπίνω. Ὁ τύπ. ἀπόμπιˬωμα κατ᾽ ἀνάπτυξιν ἀλόγου ἐρρίνου.

Σημασιολογία

Τὸ ἐν δοχείῳ μετὰ πόσιν ὑπολειπόμενον ποτόν, οἷον ὕδωρ, οἶνος, γάλα κττ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εγὼ τ᾿ ἀποπίματα τῶν ἄλλων δὲν πίνω. Τ᾽ ἀπόπιμά σου μὴ τὸ δίνῃς ἀλλουνοῦ. Χῦσε τ᾿ ἀπόπιμα καὶ βάλε ἄλλο κρασὶ σύνηθ. Ὅπο͜ιος πίνει τὸ ἀπόπιμα ἄλλου μαθαίνει τὰ μυστικά του Ζάκ. Δεν τὸ πίνου, τό ᾿καμις ἀπόπιˬουμα (τὸ ἐδοκίμασες διὰ τῆς γεύσεως Στερελλ. (᾿Αράχ.) Τὸ κρασὶ εἶναι ἀπόπιμα καὶ δὲν κάνει γιˬὰ ἀνᾶμα σύνηθ. Οὑ μπικρῆς πίνει οὕλα τὰ 'πουπιˬήματα Στρόπον. Ἔφερέν μου νὰ πκιῶ τὸ ᾽πόπιμ-μάν του Κύπρ. Μὲν πίν-νῃς τὸ ’πο’πιμ-μαν τοὺς ἀρρώστους καὶ κολλᾷς αὐτόθ. Ἔχει μέσα ἡ βούρνα ᾽πόπιμ-μα τῶν χοιρῶν καὶ γιˬατά που ᾽ὲν πίν-νει ὁ γάδαρος (βούρνα = γούρνα, γιˬατά που = διὰ τοῦτο) Τῆλ. Συνών. ἀποπίδι, ἀπόπιˬειν, ἀπόπιˬο, ἀποπιˬωτίδι, ἀποπιˬωτίκι, ἀποπλύδι 2, ἀπόπλυμα 7, ἀποπότι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/