ἀποπληξία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπληξία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποπληξία ἡ, λόγ. κοιν. ἀποπνιξία Σῦρ. – ΓΞενοπ. Κόσμος 68.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποπληξία. Ὁ τύπ. ἀποπνιξία κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ πνίγω.
Σημασιολογία
1) Νόσος καθ’ ἣν ἐπέρχεται παῦσις τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἐγκεφάλου ἔνθ᾽ ἀν.: ’Απέθανε ἀπὸ ἀποπληξία. Τοῦ ’ρθε - τόν χτύπησε ἀποπληξία λόγ. κοιν. Τάχα πῶς ἤθελε ἀέρα νὰ μὴ σκάσῃ, νὰ μὴν τοῦ ἔρθῃ ἀποπνιξία ΓΞενόπ. Κόσμος 68. Συνών. ταμπλᾶς. 2) Νόσος τῶν ἀμπέλων καθ’ ἣν μαραίνονται ἀποτόμως τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ ΓΣακελλοπ. Παθήσεις 'ς τ᾽ ἀμπέλι 43.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA