ἀπορριξίμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορριξίμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπορριξίμι τό, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) –ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 37 'πορρεξίμι Προπ. (’Αρτάκ. Πάνορμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπορριξιμα͜ιός. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 240 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐξ ἐκτρώσεως προελθὸν ἔμβρυον ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀπόρριμμα τοῦ σίτου, σκύβαλον Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 3) Τὸ ἐγκαταλελειμμένον, τὸ περιφρονημένον Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.): Παροιμ. ’Πορρεξίμι κάτεργο ’ς ἀγαθὸ λιμιˬῶνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/