ἀποσιφούνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσιφούνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσιφούνιˬασμα τό, ἀμάρτ. ἀποσ᾿φώνιˬασμα Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) ’ποσ’φίνιˬασμα Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσιφουνιˬάζω.
Σημασιολογία
᾿Επὶ πλυνομένων ἐνδυμάτων, ἔκθλιψις τοῦ ἐν αὐτοῖς ὕδατος ἔνθ’ ἀν.: Κακὸ ἀποσ’φώνιˬασμα τῶς ἤκαμες καὶ τρέχουνε Σητ. 2) Προσπάθεια πρὸς ἀποπάτησιν, ἐπὶ δυσκοιλιότητος Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Συνών τανυτό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA