ἀποσκέπασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκέπασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσκέπασι ἡ, Κέρκ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκεπάζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ διὰ γάμου ἀποκατάστασις κόρης Κέρκ. Συνών. ἀποσκέπασμα. 2) Σκοτοδινία, τάσις πρὸς λιποθυμίαν Κρήτ. : ᾿Εκε͜ιὰ ποῦ κάθουμου μοῦ ’ρθεν ἀποσκέπασι. Συνών. σκέπη, σκέπασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA