ἀποσουρώνω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσουρώνω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσουρώνω (Ι), ἀποσειρώνω Κάρπ. Δ.Κρήτ. ᾿ποσειρώνω Α.Κρήτ. ἀποσουρώνω σύνηθ. ἀποσουρών-νω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποτσουρώνω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σουρώνω (Ι).
Σημασιολογία
1) Στραγγίζω τὰ βεβρεγμένα ἐνδύματα, ἐκθλίβω τὸ ὕδωρ Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποσιφουνιˬάζω 1. β) Μεταφ. κάμνω τινὰ νὰ μὴ ἔχῃ νὰ ἀντείπῃ τι, ἀποστομώνω Κεφαλλ. : Δυό λόγιˬα τοῦ ᾽πε καὶ τὸν ἀποτσούρωσε. 2) Διηθῶ τι μέχρι τέλους, κάμνω νὰ ἐκχυθῇ τὸ ὑγρὸν σύνηθ.: Δὲν ἀποσούρωσε ἀκόμη τὰ φασόλιˬα. Ἀποσουρώνω τὸ λᾴδι -τὸ κρασί. β) Ἀμτβ ἀποστραγγίζω, διηθοῦμαι Κρήτ. : Κρέμασε τὴ σακκούλλα μὲ τὸ bελτὲ ἴσαμε ν᾽ ἀποσουρώσῃ. ’Εποσειρώσανε τὰ βρεμένα ροῦχα. 3) ᾽Εξαντλοῦμαι σωματικῶς, κατισχναίνομαι, ἀδυνατίζω Κρήτ. : ᾿Εποσείρωσε καὶ δὲν ἐπόμεινε μόνο τὸ πετσὶ καὶ τὰ κόκκαλα (μόνο₌παρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA