ἀπόσυρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσυρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόσυρτος ἐπίθ. Ρόδ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποσυρτὸς προσλαβὸν σημ. στερητικὴν διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ σαρωθείς, ἀκαθάριστος Ρόδ. Σύμ.: Σπίτιν ἀπόσυρτο Σύμ. Συνών. ἀσάρωτος, ἀσκούπιστος. 2) Ὁ μὴ καλῶς ψηθεὶς Ρόδ. : ᾽Απόσυρτα ψωμιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/