ἀπότρυγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότρυγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπότρυγα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀπότρυα Κάρπ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τρύγος. Ἡ λ. καὶ τὸν 17ον αἰῶνα παρὰ Βάρνερ (ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,394). Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀπόθερα, ἀπόσπορα κττ.

Σημασιολογία

Μετὰ τὸν τρυγητὸν ἔνθ’ ἀν.: Ἀπότρυγα θὰ ’ρθω-θὰ πάω-θὰ τὸ κάμω κττ. πολλαχ. Τὰ προυτουβρόχιˬα δῶ ’ς τοὺν τόπου μας πιˬάν’νι ἀπότρυγα Αἰτωλ. || Παροιμ. φρ. Ξαναμανὰ κιˬ ἀπότρυγα (ἐπὶ τοῦ κατ’ ἐπανάληψιν καὶ παρακαίρως πράττοντος ἢ ζητοῦντός τι. ξαναμανὰ=ἐξ ἀρχῆς, ἐκ νέου) Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Συνών. ἀποβέντεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/