ἀποφασιστικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφασιστικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποφασιστικὰ ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποφασιστικός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Μὲ ἀπόφασιν, μὲ τόλμην, ἀδιστάκτως λόγ. σύνηθ.: Θὰ πάω νὰ ἰδῶ, πρόστεσε σὲ λίγο ἀποφασιστικὰ ΚΠαρορ. Στὸ ἄλμπουρ. 8.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/