ἀποχυλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχυλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχυλώνω Κεφαλλ. Πέλοπν. (Λακων.)-ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 138, 317-Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀπουχυλώνου Μακεδ. Μετοχ. ἀποχυλωμένος Ζάκ. Πελοπν. (Πύργος Ἤλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χυλώνω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποχυλῶ=ἐξάγω τὸν χυμόν.
Σημασιολογία
1)Καθίσταμαι χυλὸς ἐκ βρασμοῦ Ζάκ. Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Πύργος Ἤλ.)-Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἀπουχύλουσαν τὰ φασούλιˬα Μακεδ. Τὸ ψάρι ἀποχύλωσε Κεφαλλ. || Φρ. Ἔφαγε τὴν ἀποχυλωμένη του! (ἐπὶ τοῦ ἀποτυχόντος εἰς ἐνέργειάν τινα καὶ ἀπερχομένου κατῃσχυμένου) Πύργος Ἤλ. Ἐπῆρε τὴν ἀποχυλωμένη του ἢ τ’ ἀποχυλωμένα του! (συνών. τῆ προηγουμένῃ) Ζάκ. Κεφαλλ. 2)Μεταφ. γίνομαι χαλαρός, πλαδαρός, ἐξαντλοῦμαι ἀναμένων καὶ παραιτοῦμαι πάσης μετὰ ταῦτα ἐνεργείας Πελοπν. (Λακων.)-ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Καρτερῶντας τὸ χυλὸ ἀπεχύλωσα κ’ ἐγὼ (ἐπὶ τοῦ ἀναμένοντος μάτην ὑποσχέσεις καὶ ἀποκάμνοντος) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA