ἀπυρόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπυρόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπυρόνερο τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀπύρι καὶ νερό.

Σημασιολογία

Ὕδωρ εἰς ὃ ἔχει ἀναμειχθῆ θεῖον. Συνών. θε͜ιαφονέρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/