ἀράχνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀράχνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀράχνιˬασμα τό, κοιν. ἀράχνσμαν Πόντ. (Σούρμ. Τραπ.) ’ράχνιˬασμα Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀραχνιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ σχηματισμὸς ἀραχνίων εἰς μέρος τι κοιν. 2) Ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) -ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 37: Πρέπει κἀνεὶς νὰ παστρεύῃ τ’ ἀραχνσματα κιˬ ἂν ’κ’ ἔν᾽ πνει ἀρρώστια (εἰδεμὴ πιάνει ἀρρώστια) Σούρμ. || Ποίημ. Δὲ θέλω σάβανό μου ἀσβεστόσκονι, δὲ θέλω γιˬὰ στεφάνι μ᾿ ἀραχνιˬάσματα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράχνη 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA