Ἀρβανιτιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀρβανιτιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Ἀρβανιτιˬὰ ἡ, σύνηθ. Ἀρβα᾿τιˬὰ βόρ. ἰδιωμ. Ἀρβανιθιˬὰ Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἡ χώρα τῶν ’Αλβανῶν καὶ κατὰ συνεκδοχὴν καὶ οἱ κάτοικοι αὐτῆς, οἱ Ἀρβανίτες σύνηθ.: Σηκώθηκε ἡ ᾿Αρβανιτιˬά. Ἔπεσε ἡ ᾿Αρβανιτιˬὰ καὶ ρήμαξε ὅλα τὰ χωριˬὰ σύνηθ. || Παροιμ. φρ. Ἀρβανιτιˬὰ πέρασε, χορτάρι δὲ φύτρωσε Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. ᾽Εδῶ τὸ λέν Ἀρβανιτιˬά τὸ λένε Μέτσο Χοῦσο Ἤπ. Τί νὰ σᾶς κάμ’, Ἀρβανιτιˬά, κὶ σεῖς παλιουκουνιˬάροι, δὲν ἔχου πόδιˬα νὰ σταθῶ κὶ χέριˬα νὰ τσακώσου Μακεδ. (Δεσπότ.) -Ποίημ. Ὁ γιὸς τ᾽ Ἀνδρούτσου ’ς τὴ Γραβιˬὰ στυλώνει τὸ κορμί του κ’ ἐπάνω του σὰν νά ’τανε θεόχτιστο κοτρώνι συντρίβεται ἡ Ἀρβανιτιˬὰ μὲ τὸν ᾽Ομὲρ Βριόνη ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,206. 2) Ἡ Ἤπειρος ὡς ὅμορος τῆς Ἀλβανίας Παξ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἄνδρ. Πελοπν. (Ναύπλ.), ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀρβανιθιˬὰ Κρήτ. Πβ. Ἀρναουτιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/