ἀριστερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀριστερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀριστερὸς ἐπίθ. κοιν. ἀριστιρὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀλιστερὸς Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀριστερός. Ὁ τύπ ἀλιστερός, δι᾿ ὃν ἰδ. ἀριστερά, καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,606 (ἔκδ. RDawkins) «μανίκιν ἀλιστερόν».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ εὑρισκόμενος εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος, εὐώνυμος κοιν.: Ἀριστερὸ πόδι-χέρι κττ. Ἀριστερὸ ἀφτὶ-μάτι κττ. Ἀριστερὸς δρόμος. Ἀριστερὸ σπίτι. Ἀριστερὴ πόρτα. Ἀριστερὸς ψάλτης (ὁ ψάλλων ἐν τῷ ἀριστερῷ χορῷ τοῦ ναοῦ) κοιν. ’Αντίθ. δεξιˬός. 2) Ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, ἐπαρίστερος πολλαχ.: Εἶναι ἀριστερός. Συνών. ἀδέξιˬος, ζερβοκούταλος, ζερβός, ζερβοχὲρης, ἀντίθ. δεξιˬός. 3) Ὁ σκοπεύων διὰ τοῦ ἀριστεροῦ ὀφθαλμοῦ καὶ στηρίζων τὸ ὅπλον συνήθως ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ὤμου Προπ. (Κύζ.) Β) Οὐσ. 1) Ἀρμένιος (ὡς σχηματίζων ἐν τῇ προσευχῇ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ στήθους) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) 2) Τὸ οὐδ. ἀριστερό, καπνὸς δευτέρας ποιότητος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν τῆς πρώτης λεγόμενον δεξὶ (ἡ σημ. αὕτη ἐγεννήθη ἐκ τῆς συνηθείας τῶν εἰδικῶν ἐργατῶν τῆς διαλογῆς τῶν φύλλων τοῦ καπνοῦ νὰ τοποθετοῦν τὰ μὲν τῆς πρώτης ποιότητος εἰς τὰ δεξιὰ αὐτῶν, τὰ δὲ τῆς δευτέρας πρὸς τὰ ἀριστερὰ) Στερελλ. (᾽Αγρίν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA