ἀρκουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρκουδάκι τό, κοιν. ἀρκ’δά’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρκούδα διὰ τῆς καταλ -άκι.
Σημασιολογία
1) Ὁ σκύμνος τῆς ἄρκτου, μικρὰ ἄρκτος κοιν.: Ὁ παππᾶς ἔβλεπε τὰ πατήματα τῆς ἀρκούδας, τῶν ἀρκουδακιˬῶ καὶ τοῦ παιδιˬοῦ μαζὶ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ || Φρ. Κάνω τ’ ἀρκουδάκια (κινοῦμαι κατὰ γῆς τετραποδιστί, βαδίζω διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, ἀρκουδίζω) Ζάκ. Κεφαλλ. Παίζω-προβατῶ τ᾿ ἀρκουδάκιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Πάω μὲ τ’ ἀρκουδάκιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζάκ. Συνών. ἀρκοπάλλακον, *ἀρκοπαλλακόπουλλον, ἀρκοπούλλι, ἀρκουδέλλι, ἀρκούδι 1, ἀρκουδίτσα, ἀρκουδόπικο, ἀρκουδόπουλλο, ἀρκουδούδι, ἀρκουδούλλα, ἀρκουδούλλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Παξ. 2) Τὸ ἔντομον γρύλλος Κεφαλλ.: Φρ. ’Εβγῆκε τ’ ἀρκουδάκι (ἦλθεν ἡ ἄνοιξις. Ἡ ἐμφάνισίς του εἶναι προάγγελος τῆς ἀνοίξεως) Κεφαλλ. Συνών. ἀρκούδι 2. 3) Ἕκαστον τῶν μικρῶν ξύλων τὰ ὁποῖα τίθενται παράλληλα ὁριζοντίως ἐπὶ πολυωρόφου ξυλίνης ἐγκαταστάσεως καὶ σχηματίζουν ἐπίπεδα ἐπὶ τῶν ὁποίων καλυπτομένων μὲ ὕφασμα ἐκ καννάβεως τρέφονται οἱ μεταξοσκώληκες Θράκ. (Σουφλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA