ἀρμεγῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεγῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμεγῶνας ὁ, Ἤπ. Χίος-ΚΚρυσταλλ.-Ἔργα 2,68 -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμέλγων μετοχ. τοῦ ἀρχ. ρ. ἀμέλγω κατ’ ἀναλογ. τῶν περιεκτικῶν εἰς -ῶνας. ᾽Ιδ. GHatzidakis Einleit 143 σημ.
Σημασιολογία
1) Ἀγγεῖον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀμέλγουν Χίος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγάρι. 2) Τὸ διαμέρισμα τῆς μάνδρας ὅπου ἀμέλγουν τὰ ζῷα Ἤπ. Χίος-ΚΚρυσταλλ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ.: ᾎσμ. Ὅντας σειστῇς καὶ λυγιστῇς καὶ μπῇς ᾿ς τὸν ἀρμεγῶνα, μέσα καδριˬά σου χαίρεται, ψυχή σου καμαρώνει Χίος-Ποίημ. ’Σ τὸν ἀρμεγῶνα ὁ πιστικὸς νὰ φέρνῃ τὸ κοπάδι, νὰ στρέφουν ἀπὸ τὲς βοσκὲς ’ς τὴν κούρνιˬα τὰ πουλλάκιˬα ΚΚρυσταλλ ἕνθ’ ἀν. Συνών. ἀρμεγαδιˬῶνας, ἀρμεγὸς 5, ἀρμεχτούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA