ἀρμενοβαφτισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενοβαφτισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρμενοβαφτισμένος ἐπίθ. πολλαχ. ἀρμινουβαφτισμένους Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τοῦ βαφτισμένος μετοχ. τοῦ ρ. βαφτίζω

Σημασιολογία

Ὁ ὑπὸ Ἀρμενίου ἱερέως βαπτισθείς, δηλ. ἀλλοδόξου καὶ ἀποστροφῆς ἀξίου, ἡ λ. ὑβριστικῶς, ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Μαρὴ σκύλλα, μαρ’ ἄνουμη κιˬ ἀρμινουβαφτισμένη! (μαρὴ=μωρὴ) Σάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/