ἁρμοχωρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμοχωρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁρμοχωρίζω Θρᾴκ. (Καλαμ. Μυριόφ.) Ἰθάκ. ἁρμουχουρίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ’ρομοχωρίζω Θρᾴκ. (Καλαμ. Μυριόφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁρμὸς καὶ τοῦ ρ. χωρίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀποσυντίθεμαι εἰς τοὺς ἁρμούς, ἐξαρθροῦμαι διαλὺομαι ’Ιθάκ.: ᾎσμ. ᾽Πουκεῖ ᾽ναι λίγο τὸ νερό, θολὸ καὶ βουρκωμένο, κιˬ ἂν εἶναι καὶ κἀμμιˬὰ σταλεˬά, εἶναι φαρμακισμένο, τὸ πίνουν νεˬὲς καὶ κόβονται κ’ οἱ νεˬοὶ κιˬ ἁρμοχωρίζουν (πρόκειται ἐν τῷ μοιρολ. τούτῳ περὶ τοῦ ὕδατος τοῦ ᾍδου). 2) Κατακερματίζομαι, κομματιάζομαι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καλαμ. Μυριόφ.): Ἁρμοχωρίζ’ τὸ κασέρ’ Καλαμ. Μυριόφ. Ἁρμοχώρ’σε τὸ παννὶ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA