ἁρμυρόνερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυρόνερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁρμυρόνερο τό, Λεξ. Δημητρ. ἁρμυρονέρι ΓΔροσίν. Πύριν. ρομφ. 53.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁρμυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. νερό.
Σημασιολογία
Ὕδωρ ἁλμυρὸν ἣ ὑφάλμυρον ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τῆς πόρτας του πατῶ τὸ σκαλοπάτι γλειφτό, χορταριˬαστὸ ἀπ’ τ᾽ ἁρμυρονέρι ΓΔροσίν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA