ἁρπάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρπάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁρπάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἁρπάντζω Σίφν. κ.ἀ. ἁρπάσ-σω Κύπρ. Χίος ἁρπάχνω πολλαχ. ἁρπάγνου Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Λεντεκ.) ἁσπράχνου Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ.) ἁπράζω Μέγαρ. ἁρπάζου βόρ. ἰδιώμ. ἁρπάχνου Β. Εὔβ. Σάμ. κ.ἀ. ἁρπάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἁϊπάζου Σαμοθρ. ᾿πράχνω Ζάκ. ἁρπῶ Ἀμοργ. Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν. Σμύρν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κέως Κρήτ. Κύθηρ. Λέσβ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ. ἁρπάου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐρπῶ Ρόδ. ᾿ρπῶ Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Ἀόρ. ἁρίπαξα Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἁρπάζω, παρ᾿ ὃ καὶ μεταγν. ἁρπῶμαι. Πβ. Π.Δ. (Λευϊτ. 19,13) «οὐκ ἀδικήσεις τὸν πλησίον καὶ οὐχ ἁρπᾷ». Τὸ ἐρπῶ ἐκ τοῦ ἀορ. ἔρπαξα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Λαμβάνω τι ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, ἅπτομαί τινος μετὰ σπουδῆς, δράττομαι μετὰ τάχους κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἁρπάζει ἕνα ξύλο κιˬ ἀρχίζει νὰ τὸν δέρνῃ. Μοῦ ἅρπαξε τὸ ψωμὶ ἀπ᾿ τὰ χέριˬα. Τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τὰ ποδάριˬα. Ἅρπαξε ὁ σκύλλος τὸ κρέας κ᾽ ἔφυγε. Ἅρπαξε ὁ λύκος τὸ πρόβατο. Ἡ γάττα ἅρπαξε τὸ πουλλὶ ᾽ς τὰ νύχιˬα της. Ἁρπάζει ὅ,τι βλέπει (σφετερίζεται, οἰκειοποιεῖται) κοιν. Τρέχει μάνι μάνι, ἁρπᾷ τὴ φροκαλιˬὰν κ’ ἐφροκάλισεν Χίος Τ’ ἅρπαξε τζοὶ παρᾶδες του Κρήτ. Ἁρπῶ σε ἀπὸ τὴ χέρα Σύμ. ’Ρπᾷ ἕνα ξύλο αὐτόθ. ’Ρπᾷ τὸ μάρμαρον καὶ ρίχνει το αὐτόθ. Τοὺ ὅρνεˬου κιˬ οὑ ἀεˬτὸς ἁρπάζ’νι ὅ,τ’ εὕρ᾽νι Στερελλ. (Αίτωλ.) Μ᾿ ἅρπαξαν τὰ γιράκιˬα ὅλις τοὶς κόττις αὐτόθ. Ἡ κάττα ἔρπαξεν τὸ κρέας Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. || Φρ. Ἁρπάζω κρυολόγημα-πούντα-συνάχι (προσβάλλομαι ὑπὸ κρυολογήματος κτλ.) κοιν. Τ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὴ γλῶσσα μου (πρὸς τὸν προλαβόντα νὰ εἴπῃ ὅπερ ἀκριβῶς καὶ ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἴπω. Ἡ χρῆσις αὕτη καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡρόδ. 2,156 «ἐκ τούτου δὲ τοῦ λόγου...Αἰσχύλος...ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω») πολλαχ. Τ᾿ν ἅρπαξι τ᾿ν ἀρρώστιˬα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Τὴν ἅρπαξα (ἐνν. τὴν ἀρρώστια) σύνηθ. Τὴν ἅρπαξε (ἐνν. τὴν μέθην, ἐπὶ τοῦ μεθυσθέντος) Ἄνδρ. Κρήτ. Τ᾿ν ἅρπαξι ἢ τ᾿ν ἔ᾽ ἁρπαμέ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Αἶν.) Τὸν ἅρπαξα λίγο (ἐνν. τὸν ὕπνον, ἐκοιμήθην ὀλίγον) Πελοπν. κ.ἀ. Μὶ τὰ δυˬό τ’ τὰ χέριˬα τ’ ἁρπᾷ (ἐπὶ τοῦ ἀπλήστου καὶ πλεονέκτου) Λέσβ. Τῆς ἅρπαξ’ ἕνα φιλεῖ (τὴν ἐφίλησεν αἰφνιδίως) Ἀθῆν. κ.ἀ. Νὰ σὲ ἁρπάξω καὶ νὰ σοῦ δείξω! (ἀπειλὴ δαρμοῦ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. Ἅρπα τοὺν ἕνα χτύπα τοὺν ἄλλουν (ἐπὶ ἀνθρώπων ἀμφοτέρων κακοῦ χαρακτῆρος) Λέσβ. Τ’ ἅρπαξι τοὺ πιδὶ (συνέλαβε) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Τὴν ἅρπαξε τ’ ἀφτί τους (ἐνν. τὴ φωνή, ἤκουσαν) ΔΒουτυρ. Ἐπανάστ. ζῴων 133. Ἔρπαξα ἀγάπην ’ς σὸν δεῖνα (ᾐσθάνθην ἀγάπην πρὸς τὸν δεῖνα) Κερασ. Ἅρπαξε φωθιˬὰ τὸ σπίτι ἢ ἅρπαξε τὸ bαρούτι-τὸ σπίτι-τὸ φουστάνι κττ. (ἐνν. φωτιά, ἀνεφλέγη, ἐκάη) Κρήτ. Ἅρπαξε τὸ σκουτὶ Κύθηρ. Ἐρπάξα dὰ ροῦχα Κρήτ. Ἁρ ποῦ dὰ ξύλα αὐτόθ. Τὸ φαγεῖ ἅρπαξε (ἑνν. τσῖκνα. Συνών. ἔπιˬασε, κάθισε, τσίκνισε) πολλαχ. ἁρπάζουν τὰ μάτια (ἐνν. τὴν λάμψιν τοῦ πυρὸς καὶ βλάπτονται. Ἐπὶ τῆς λεχοῦς ἡ ὁποία ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ μέχρι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθαρμοῦ δὲν πλησιάζει εἰς κλίβανον διὰ νὰ μὴ ὑποστῇ βλάβην τοῦ φωτὸς τῶν ὀφθαλμῶν) Ἀρκαδ. Ἅρπαξι ψουμὶ τοὺ σ’τάρ’ (ἐμεστώθη ὁ καρπός του) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸ χαλάζι τ’ ἅρπαξε τὰ ᾽τάριˬα (τὰ ἔβλαψε) Πελοπν. (Φεν.) Μ’ ἅρπαξ’ ἕνας πόνος ’ς τὰ νεφρὰ-᾿ς τὴν κοιλιὰ κττ. (μὲ προσέβαλε) Ἀθῆν. κ.ἀ. Ἁρπαμένο πρόσωπο (ὲνν. τοῦ δέρματος, ὅπερ ρικνοῦται, ὅταν ἡ κατεργασία ἀρχίσῃ διαμιᾶς μὲ ἰσχυρὰς βυρσοδεψικὰς ὕλας) Ἀθῆν. || Παροιμ. φρ. Τοῦ ἁρπάσαι καὶ ξεσκίσαι (ἐπὶ ἀδίκου καὶ αὐθαιρέτου ἁρπαγῆς) Ἤπ. Γνωμ. Ἅρπαξε νὰ φάς καὶ κλέψε νά ’χῃς (ὅτι δι’ ἁρπαγῶν καὶ κλοπῶν δύναταί τις νὰ εὐημερῇ) πολλαχ. Πρῶτον μοῖραν ἅρπαξε κιˬ ἄν ἔν’ καὶ ’λίγον δέχτου ἀτο (τὸ πρῶτον μερίδιον λάβε καὶ ἂν εἶναι καὶ ὀλίγον νὰ τὸ δεχθῇς) Οἰν. || ᾎσμ. Θωρῶ τὴν ψωμοθήκην μας κ’ εἶναι ψωμιˬὰ γεμάτη, μπαίνω καὶ βγαίνω καὶ γελῶ καὶ ᾿ρπῶ ἕνα κομμάτι Νίσυρ. Ἀποὺ τὴ χέρα τὴν ἁρπᾷ, ᾽ς τ’ ἄλογο τὴ gαθίζει, ’ς τοῦ βασιλέα ἔφταξε καὶ τοῦ ροζοναρίζει (ὁμιλεῖ) Κρήτ. Συνών. ἁρπακολλῶ 1, ἁρπακώνω, γραπώνω. β) Μέσ. ἔρχομαι εἰς χεῖρας ἐχθρικῶς, συμπλέκομαι πολλαχ.: Ἁρπάχτηκαν ἢ ἁρπαχτήκανε (συνών. φρ. ἦρθαν ᾽ς τὰ χέριˬα) πολλαχ. Ἁρπαχτήκανι’ς τὰ χέριˬα Σάμ. Ἁρπαχτήκανε οἱ κοκόρηδες Μέγαρ. || ᾎσμ. Ἀρπᾶτ᾽ ὁ γέρως μὲ τὴ γρὰ καὶ πέφτει ὁ γέρως κάτω Κρήτ. γ) Ἡ προστ. ἅρπα ἐπιρρηματ., αἴφνης, παρὰ προσδοκίαν, ἀνελπίστως Κύπρ.: Ἦρτεν ἅρπα ταὶ μοῦ τὸ εἶπεν. Μὲν τὸ ξυπνήσῃς ἅρπα τὸ παιδὶν ταὶ συντρομάσσῃς το. Κἄτι εἶδα ἅρπα μέσα ’ς τὰ σκοτεινὰ τ’ ἐσυντρομάχτην ἡ καρκιˬά μου. Ἔδωτέν της ἅρπα ἕναν μπάτσον. || Φρ. Ἅρπα τ’ ἀνόρπιστα (παρὰ προσδοκίαν). Συνών. αἴφνης, ἀναπάντεχα, ἀναφαντῶς, *ἀναχάμπαρα, ἀναχπάραχτα, ἀνέλπιστα, ἄξαφνα, ἄξυπα, ἀφνίδιˬα, ἄφνου, ἀφόραχτα, ξαφνικά, ξάφνου. δ) Ἀναρπάζω, παρασύρω, ἐπὶ ἀνέμου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Μοῦ ἅρπαξε ὁ ἀέρας τὸ καππέλλο σύνηθ. Ἀέρας ἔρπαξεν τὸ φέσι μ᾽ Τραπ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 6,104 «ἁρπασθεὶς ὑπ’ ἀνέμου... ἀποφέρεται ἐς τὸ πέλαγος». ε) Ἀπάγω βιαίως Κεφαλλ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) Σύμ. κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ.: Ἁρπάξανε μιˬὰ κωπέλλα Κεφαλλ. Αὐτὲς οἱ κόρες ἦτον κ’ οἱ τρεῖς βασιλοποῦλλες καὶ τοῖς ἔχεν καὶ τοὶς τρεῖς ’ρπαμένες τὸ θεριˬὸ (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. Βρίσκει... ἕναν παππᾶ μὲ τὰ ἱερά του καὶ πάαιν-νεν νὰ λουτουργήσῃ σ᾿ ἕνα ξωκκλήσι, ᾽ρπᾷ τον, παίρει τον ᾽ς τὸν πύργο (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. || ᾎσμ. Εἰς τὸ στενὸν τῆς ἀγαπῶ πάμεν νὰ κάτσωμεντε, ἅμα νὰ κράξῃ πετεινὸς νὰ τὴν ἀρπάξωμεντε Κύπρ. 2) Καίω ἐξωτερικῶς, περικαίω, καψαλίζω ἐπὶ πυρός, φούρνου. ἡλίου κττ. κοιν.: Ἅρπαξε ὀ φοῦρνος τὰ κουλούριˬα–τὸ ψητο-τὰ ψωμιˬὰ κττ. Ἅρπαξε ἡ φωτιˬὰ τὸ κρέας-τὸ φαεῖ κτλ κοιν. Τοὺν ἅρπαξ’ ἡ λαμνὸς τοὺ gαφὲ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. ἀδράχνω Α 2. Καὶ ἀμτβ. περικαίομαι, καψαλίζομαι κοιν.: Ἅρπαξε τὸ κρέας-τὸ ψητὸ-τὸ ψωμὶ κττ. κοιν. Ἅρπαξαν τὰ γεννήματα-τὰ σπαρτὰ κττ. (ὅταν ἀνακόπτεται ἡ περαιτέρω ὡρίμανσις ἕνεκα τῆς πολλῆς θερμότητος χωρὶς νὰ σχηματισθῇ ὁ καρπὸς τελείως) πολλαχ. Ἅρπαξ’ ὁ καπνὸς (ὁ μὴ περισυλλεγόμενος ἐγκαίρως καὶ ἐπὶ τοῦ στελέχους ξηραινόμενος) Στερελλ. (Ἀγρίν.) Ἁρπαμένου σ᾿τιˬάρ᾽ (σῖτος κακῆς ποιότητος ὡς προώρως ἕνεκα τοῦ καύσωνος ὡριμάσας) Θεσσ. 3) Δάκνω, ἐπὶ κυνὸς Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὸν ἅρπαξε τὸ σκυλλὶ Λακων. Ἔρπαξε με ὁ κύλλον Κερασ. Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἁρπάει σε! (χλευαστικῶς πρὸς τὸν μάτην ζητοῦντα τι) Κοτύωρ. || Παροιμ. Ὁ κύλλον π᾿ ὑλάζ’ ’κ’ ρπάζ’ (ὁ σκύλλος ποῦ ὑλακτεῖ δὲν δαγκάνει. ἐπὶ ἐχθροῦ οὐχὶ ἐπικινδύνου, διότι εἰναι οὐχὶ ὕπουλος, ἀλλὰ καταφανὴς ἐκ τῆς καταλαλιᾶς του) Χαλδ. 4) Εἰσδύω ἀποτόμως, ἐπὶ ἐργαλείου Προπ. (Κύζ.): Ἁρπάζει τὸ ἐργαλεῖο μου καὶ μοῦ χαλάει. Β) Μεταφ. 1) Θρασέως διακόπτω τινὰ ὁμιλοῦντα, αὐθαδιάζω, θρασέως φέρομαι πρός τινα Πόντ. (Τραπ.) 2) Προξενῶ εἴς τινα αἰφνίδιον τρόμον, συναρπάζω Κύπρ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Ἀπομακρὰν φωνάζουν τους τ’ ἀποκοντὰ λαλοῦν τους, Σαρακηνοί, ἀρματών-νεσθε, ταὶ Τοῦρκοι, περιπο͜ιέστε, μὲν δώκωμεν ᾽ς τὴν μέσην σας ταὶ πῆτ’ ἀρπάξαμέν σας Κύπρ. ᾿Εξέβην σὰν τὴν πέρτικαν | ἡ κόρη μὲ τὰ νυχτικά, ἄσπρα ροῦχα ταὶ παστρικὰ | τ’ εἶδα την τ’ ἁρπάχτηκα αὐτόθ. Συνών. ξαφνίζω. β) Παθ. γίνομαι ἔκπληκτος ἐκ προσβολῆς δαιμονικῆς, ἐξ ἐπηρείας κακοῦ στοιχείου Σύμ.: Αὐτὸς εἶναι σὰν ’ρπαμένος. 3) Ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ ταχέως Κεφαλλ. Πόντ. (Κερασ.): Ὅ,τι κιˬ ἂν ἀκούῃ κ᾿ ἐλέπῃ εὐτὺς ἁρπάζ’ το (τὸ ἁρπάζει. Τὸ ἁρπάζ’ το ἐκ τοῦ ἁρπάζει ἀτο) Κερασ. Πβ. καὶ Πλουταρχ. Ἀδολεσχ. 7,37 «ἁρπάσας οὖν τὸ αἰνιχθὲν ἐκεῖνος καὶ νοήσας». β) Ἀκούων τι συγκρατῶ ἐν τῇ μνήμῃ, μνημονεύω Τῆν κ.ἀ.: Παιδιˬὰ μικρὰ μιˬὰ φορὰ ν’ ἀκούσουν ἀμέσως τὸ ἁρπάζουν τὸ παραμύθι Τῆν. 4) Μέσ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ αἰφνιδίας ὀργῆς Ἤπ. (’Ιωάνν. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Κύπρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ. Τρίκκ.) Σαμ κ.ἀ.: Ἁρπάζεται εὔκολα Ἀρκαδ. Εἶνι ᾽ριάρ’ς ἄνθρουπους κιˬ ἁρπάζιτι Χουλιαρ. Ρὲ σού, dὰ ἀπράζεσαι ἔτσι! Μέγαρ. || ᾎσμ. Ἁρπάχτηκεν τ’ ἐντίστηκεν | τ’ ἐθύμωσεν τ’ ἀγγρίστηκεν Κύπρ. Συνών. ἀφαρπάζομαι (ἰδ. ἀφαρπάζω). 5) Ἀλαζονεύομαι, ὑπεραίρομαι Θεσσ. Νίσυρ.: Μὴν ἁρπάζεσαι, ’ὲν ἠξέρεις ὥς αὔριο Νίσυρ. Ἁρπαμένους ἄνθρουπους Θεσσ. Συνών. φρ. τὸ παίρνω ἀπάνω μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/