ἀρραβωνεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρραβωνεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρραβωνεύω ἀμάρτ. Μέσ. ἀρραβωνεύγομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρραβῶνας.

Σημασιολογία

Συνάπτω διὰ μνηστείας ἄνδρα καὶ γυναῖκα, μνηστεύω: ᾎσμ. Λεβέdη, δὲ bαdρεύγεσαι | καὶ δὲν ἀρραβωνεύγεσαι; -Πῶς μοῦ τὸ λές νὰ παdρευτῶ | καὶ πῶς γιὰ ν’ ἀρραβωνευτῶ; Συνών. ἀρραβωνιˬάζω, ἀρραβωνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/