ἀσάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσάρα ἡ, Κάτρ.
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄσαρον.
Σημασιολογία
1) Ζιζάνιον τῶν ἀγρῶν. 2) Συνεκδ. τὰ μὴ αὐξηθέντα καὶ καρποφορήσαντα σπαρτὰ: ᾿Εν θέλεις νὰ ποτίσῃς, μὰ αὔριον ποῦ ᾿εν-νὰ πιˬάσῃς ἀσάραν; 3) Μεταφ. τὰ λειψανα τῆς τροφῆς τῶν μεταξοσκωλήκων μετὰ τῶν περιττωμάτων των: Ἀσάρα τοῦ καματεροῦ. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA