ἀσημώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσημώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀημώνω Καππ. (Ἀραβάν.) ἀσημών-νω Κύπρ ἀσημιˬώνω Ἤπ. ἀσ’μώνω Θρᾴκ. (Κασταν. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) ἀ’μώνω Σκῦρ. ἀσ’μώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀ’μώνου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀσημούου Τσακων. ’σημών-νω Σύμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀσημώνω. ᾽Ιδ. Μαχαιρ. 1, 8 (ἔκδ. RDawkins) «ἐσήμωσεν τὸν... σταυρὸν μετὰ ἀργύρου, χρυσίου καὶ μαργαριτάρου». Ὁ τύπ ἀσημιˬώνω κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀσήμι.

Σημασιολογία

1) ’Επενδύω δι᾿ ἀργυροῦ ἐλάσματος σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Σαντ Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀσημώνω τὴν εἰκόνα-τὸ εὐαγγέλιο-τὴν πιστόλα κττ. Ἀσημώνω τὸν ἅι-Γεˬώργι-τὴν Παναγιὰ κττ. (τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τῆς Παναγίας) σύνηθ. Παναγίτσα ἀσημωμένη ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλη 55 || Φρ. Τὴν ἀσήμουσι τὴ δ᾽ λε͜ιὰ (ἐκέρδισε τὴν ὑπόθεσιν, ἀλλὰ μετὰ πολλὰς δαπανας εἰς δικαστικὰ ἔξοδα καὶ εἰς δῶρα) Μακεδ. ‖ Παροιμ. Ὅσο κιˬ ἂν ἀσημώσῃς τὸ φηκάρι, σὰ δὲν κόφτει τὸ σπαθὶ χαμένα τά ’χεις (ἐπὶ τῶν ἐπιδιωκόντων δι᾿ ἐξωτερικῶν ἐπιδείξεων νὰ καλύψουν τὴν γυμνότητά των) Ἤπ. || ᾎσμ. Ἤ θὰ σὲ ντύσω μάλαμα ἢ θὰ σὲ ἀσημιˬώσω Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Μαχαιρ ἔνθ᾽ ἀν. 2) ’Επιχρίω δι᾿ ἀργύρου, ἐπαργυρῶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀσημώνω τὸ δίσκο–τὸ καντήλι–τὸ ρολόι–τὰ κουτάλιˬα κττ. σύνηθ. Συνών. ἀσημοκαπνίζω. β) Προσδίδω χρῶμα ἀργυροῦν ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 53 ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 84 ΚΠαρορ. Στὸ ἄλμπουρ. 101 ᾿Απὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ. 19 ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1, 395 (Ἑβδομαδ. Τύπ. 2 Αὐγούστου 1934): Κοιτάζει τὴ θάλασσα ποῦ τὴν ἀσημώνει τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ΚΠαρορ. Στὸ ἄλμπουρ. 101 Τὸ καμαράκι φωτίζεται ἀπὸ τὸ φεγγαρήσιˬο φῶς ποῦ ἀσημώνει τὰ προσωπάκιˬα τῶν παιδιˬῶν ποῦ κοιμοῦνται ΚΠαρορ. Ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ. 19. Ἕνα μικρὸ φεγγάρι... ρίχνοντας χλομὲς ἀντιφεγγιˬὲς ’ς τὴ θάλασσα τὴν ἀσήμωνε ΙΔραγουμ. ἔνθ’ ἀν. Ἅμα τέλε͜ιωνε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ φεγγάρι ἀσήμωνε τὰ περιγιˬάλιˬα τότες δούλευε μπαλωματὴς (Ἑβδομαδ. Τύπ. 2 Αὐγούστου 1934) ‖ Ποιήμ. Ὦ καραβάκι ποῦ ὀργώνεις | τὸ ζαφειρένιˬο σου χωράφι καὶ μὲ ἀφροὺς τὸ ἀσημώνεις ΑΠροβελ. ἔνθ᾽ ἀν. Μ’ ἀκόμα φέγγει ὁλόχρυσος ὁ πλάτανος καὶ ἡ λεύκα τρεμάμενη ἀσημώνεται ΠΒλαστὸς ἔνθ᾽ ἀν. 3) Δωροῦμαι ἀργυροῦν ἣ χρυσοῦν νόμισμα ἢ κόσμημα ἢ ἄλλο τι χρηματικὸν δῶρον συνήθως εἰς νεογέννητον ἢ βαπτιζόμενον βρέφος, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐνήλικας δι᾽ εὐτυχὲς τι συμβὰν σύνηθ.: Ἀσημώνω τὸ παιδὶ (ρίπτω εἰς τὸν λουτῆρα τοῦ νεογεννήτου ἀργυροῦν νόμισμα ὡς δῶρον τῆς μαίας ἢ θέτω παρὰ τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου του νόμισμα ἢ ἀναρτῶ τοῦτο ἀπὸ τοῦ τραχήλου του κττ.) σύνηθ.: Ἀσημώνω τὸν ἀναδεχτὸ Κέρκ. Ἡ νύφη ἀσημώνει (περιβάλλει τὸν τράχηλον συγγενικοῦ παιδὸς διὰ ταινίας φερούσης ἀργυρᾶ νομίσματα) Πελοπν. (Οἰν.) Ἀσημώνουν τὴ νύφη πολλαχ. Οἱ τραγουδίστρες κάθε καλεσμένον ᾿ς τὸ γάμο τὸν κρατοῦν ’ς τὴν πόρτα, τοῦ λένε ἕνα ταιριˬαστὸ τραγούδι κ’ ἐκεῖνος τοὶς ἀσημώνει Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἀσήμωσε τὸν δεῖνα γιˬὰ νὰ τελε͜ιώσῃς γρήγορα τὴ δουλε͜ιά σου Ἀθῆν. «’Επανελθοῦσα μόλις μετ’ ὀλίγα λεπτὰ ἐπῆρε τὰ συχαρίκια τῆς Μυρσούδας, ἥτις τὴν ἀσήμωσεν» ΑΠαπαδιαμ. Πρωτοχρ διηγ. 54. Καὶ πάνω ᾿ς τὸ χορὸ ὁ κύρ Γιˬαννάκος κ᾿ ἡ κυρὰ Ἄννα ἀσήμωσαν ρίχνοντας μετζίτιˬα καὶ κάρτα ἀσημένιˬα (κάρτο=ἀργυροῦν νόμισμα τέταρτον τοῦ μετζιτιὲ) Ππαπαχριστοδ. Θρᾴκ. ὴθογραφ. 4, 20 ‖ Φρ. Ἀσημώνω τὴ σκεπὴ (δίδω δῶρον εἰς τοὺς ἐργατας, οἰκοδομῆς ὅταν τεθῇ ἡ στέγη αὐτῆς) Ἀθῆν. κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Ρῖξε, μάννα, ἀσήμωσέ το, καὶ πατέρα, χρύσωσέ το (ἐνν. τὸ προζύμι) Λευκ. Πβ. μαλαματώνω, χρυσώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/