ἀσίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσίκι τό, ἀίκ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀσίκι Ἀθῆν. –Λεξ. Βλαστ 385 ἀσιτιν Κύπρ. ’σίτιν Κύπρ. ἀούκιν Πόντ. (Κερασ.) ἀούκι Πόντ. ἀούκ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀίγ’ Πόντ. (Χαλδ.) ’σί’ Θεσσ. (Καρδίτσ.) ἀούγα ἡ, Καππ. (Ἀραβάν.) ἀσίκης ὁ, Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. αşik.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὀστοῦν τοῦ σφυροῦ Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. Πελοπν. (Γορτυν.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εντῶκα τοῦ ποδαρί μ᾿ τ᾿ ἀούκ’ κ᾿ ἐπόνεσα Ὄφ. Συνών. ἀστραγάλι, ἀστράγαλος. β) Παιδιὰ δι’ ἀστραγάλων παιζομένη, ποικίλλουσα ἐν ταῖς λεπτομερείαις κατὰ τόπους Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔλα νὰ παίξουμε ἀίκιˬα Ἀδριανούπ. Τὰ παιδία παίζ’νε ἀίγιˬα Χαλδ. Συνών. ἀστραγάλι, βεζίρης. γ) ᾿Εν τῇ παιδιᾷ πινακωτὴ τὸ φυλάττον εἰς τὸ ἓν ἄκρον τῆς γραμμῆς παιδίον Πελοπν. (Κυνουρ.) 2) Τὸ ἐσωτερικὸν τεμάχιον ἐκ τῶν δύο εἰς ἃ τέμνεται ὁ μηρὸς σφαγίου Ἀθῆν. 3) Γλουτὸς Λεξ. Βλαστ. 385.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA