ἀστριˬακὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστριˬακὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστριˬακὸ τό, Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄστρο καὶ τῆς καταλ -ιˬακό, δι᾿ ἣν ἰδ. -ιˬακός.
Σημασιολογία
1) Ἀστρικὸ 4, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Αὐτὸς ἔχει καλὸ ἀστριˬακὸ Παξ. Τόμου κἀνεὶς ἀβασκαθῇ, κράζουν ἐμένα νὰ dὸνε ξορκίσω, γιˬατὶ ὅλοι λένε πῶς ἔχω καλὸ ἀστριˬακὸ ᾽Αργυρᾶδ. 2) ᾿Αστρικὸ 8, ὃ ἰδ., Παξ. : Φρ. Εἶναι σ᾿ ἄσκημο ἀστριˬακὸ (διατελεῖ ἐν ὀργῇ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA