ἀτταγηνάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτταγηνάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτταγηνάρι τό, Κρήτ. κ. ἀ. ᾿ταγηνάρι Κρήτ κ.ἀ. ἀηνάρι Κῶς ἀτταγανάρι Κύπρ. ἀρτιχιˬονάρι Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 424 ἀρτιχιˬονάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀρτιονάρι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ’ταγηνάριον, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀτταγήν.
Σημασιολογία
Τὸ ἀρτιχιˬονάρι καὶ παρὰ Σομ. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 (1929) 206. Τὸ πτηνὸν τετρὰς ἡ βονασσία (tetras bonassia) τῆς τάξεως τῶν τετραωνιδῶν (tetraonidae). Συνών. ἀγριοκοσσάρα, ἀγριόκοττα, ἀγριόρνιθα 1, λιβαδοπέρδικα, πέρδικα, φραγκολῖνα. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA