αὐλιτσιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλιτσιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐλιτσιˬάζω, ἀμπλιτιˬάζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *αὐλίτσι.
Σημασιολογία
Καταφεύγω που, σκέπομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA