αὐροσάλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐροσάλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐροσάλευτος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. Ζωὴ2 81.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αὔρα καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαλευτὸς<σαλεῦω.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπὸ τῆς αὔρας σαλευόμενος, ὁ ἐλαφρῶς κινούμενος: Ποίημ. Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο το νέο κυπαρίσσι λυγῶντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/