ἀφεντοκαβαλλικεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντοκαβαλλικεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφεντοκαβαλλικεύω ἀμάρτ. ἀφεdοκαβαλλικεύω Λευκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀφέντης καὶ τοῦ ρ. καβαλλικεύω.
Σημασιολογία
Ἱππεύω ὡς ἀφέντης, ἤτοι μεγαλοπρεπῶς: ᾊσμ. Ἀφεdοκαβαλλίκεψες τ’ ἀστέρινο μουλάρι, ὁπὄχει ἀστέρι ’ς τὴ gορφὴ κιˬ ἀστέρι ’ς τὰ καπούλιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA