ἀφεύγατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεύγατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφεύγατος ἐπίθ. Ζάκ. κ.ἀ.-«ΔΣολωμ. 97 ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 42 ΚΠαλαμ. Βωμ. 7 ΓΚαλοσγ. Προμηθ. δεσμ 97 ΣΣκίπη Κολχ. 44 ΜΤσιριμώκ. Ὧρες δειλιν 69.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φευγᾶτος. Παρὰ Βλάχ. τύπ. ἀφεύγωτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φυγών, ὁ μένων Ζάκ. κ.ἀ. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, ἀναπόφευκτος, ἀναπόδραστος ἔνθ’ ἀν.: Κρεμάλα ἀφεύγατη ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. Τοῦ καραβιˬοῦ τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ βάρος τρίζουν τόσο ποῦ φαίνεται καὶ σκε͜ιοῦνται, τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὀ Χάρως καὶ στριμωμένα αὐτὰ κρυφομιλε͜ιοῦνται ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Γιˬὰ πές μου τὸ παράπονο τοῦ ἀνδρείου τραγουδιστῆ, ὅταν ἀγνάντιˬα ἀφεύγατο τὸ θάνατο θωρῇ ΙΤυπαλδ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἰδές, ἄν ἀκοὴ ’ς τὰ λόγια μου δὲ δώσῃς, τί βαρυχειμωνιˬὰ κι ἀπὸ κακὰ τί ζάλη ἀφεύγατη θὰ σ’ εὕρη! ΓΚαλοσγ. ἔνθ’ ἀν. Πεˬὸ ἀφεύγατος ὁ πόνος κιˬ ἀπὸ τῆ μαύρη μοῖρα καὶ πεˬὸ πικρή του ἡ πίκρα κιˬ ἀπ’ ὅλους τοὺς θανάτους ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Μὲ τυραγνεῖ καὶ δέρνει με μιˬὰ ἀφεύγατη λαχτάρα κιˬ ἄλλο δὲν εἶναι γιˬατρικὸ παρὰ τὰ μύριˬα δάκρυˬα ΙΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/