ἀφορία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφορία ἡ, λόγ. σύνηθ. ἀφοριὰ ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 66.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀφορία.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις παραγωγῆς τῆς γῆς, ἀκαρπία: Ἔχουμε τώρᾳ δυˬὸ χρόνιˬα ἀφορία. Ἀπὸ τὴν ἀφορία ἀναγκάστηκαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ξενιτευτοῦν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA