ἀφούσκιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφούσκιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφούσκιστος ἐπίθ. (ΙΙ) πολλαχ. ἀφούσκιγος πολλαχ. ἀφούσκητος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φουσκιστὸς < φουσκίζω (ΙΙ). Τὸ ἀφούσκητος κατὰ τὰ ἐκ περισπωμένων ρημάτων παραγόμενα.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λιπανθεὶς διὰ κόπρου ἔνθ᾽ ἀν. : Ἀφούσκιστο χτῆμα - χωράφι κττ. Ἀφούσκιγη σταφίδα (σταφιδάμπελος ). Συνών. ἀκόπριστος 2, ἄκοπρος, ἀλέριαστος, ἀλέρωτος (Ι) 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/