ἀφύσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφύσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφύσικος ἐπίθ. σύνηθ. ἀφύσικο Τσακων. ἀφύσ’κος Ἤπ. ἀφύσ’κους Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀφύσικος.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ παρὰ τὴν φύσιν, ὁ ὑπερφυὴς τὰς διαστάσεις, ὁ ὑπερμέτρως μέγας σύνηθ.: ᾿Αφύσικος ἄνθρωπος. ᾿Αφύσικο σπίτι. β) Ὁ ἔχων μέγα πέος, πόσθων πολλαχ. 2) Παράδοξος, ἀλλόκοτος πολλαχ: ’Αφύσικος ἄνθρωπος - καιρὸς κττ. ’Αφύσικη ἀρρώστιˬα. Ἀφύσικο πρᾶμα-συνήθε͜ιο κττ. 3) Δύσβατος Πελοπν. (Καλάβρυτ.): ’Αφύσικη στράτα. 4) ’Επιτηδευμένος, προσποιητὸς πολλαχ.: Ἀφύσικοι τρόποι. 5) Ὁ παρὰ τὴν κοινωνικὴν τάξιν γενόμενος Λεξ. Δημητρ.: ᾽Αφύσικη παντρειˬά. 6) ’Αναιδής, αἰσχρός, βδελυρὸς πολλαχ.: ’Αφύσικα λόγιˬα - πράματα κττ. β) Ὁ παρὰ τὴν φύσιν ἀσελγὴς Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.): Ἀφύσικη πρᾶξι. 7) Κίναιδος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 8) Παιδεραστής, ἀρσενοκοίτης Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) 9) 'Αγροῖκος, χυδαῖος, φορτικὸς Θεσσ. Κεφαλλ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Λακων.) Προπ. (Μάδυτ.): Ἀφύσικη γυναῖκα Γορτυν. Μὲ φυσικάρι κάνεις, μ᾿ ἀφύσικο δὲν κάνεις ’Αρκαδ. || Παροιμ. ’Αφύσ'κους πραματιφτής, καθάρε͜ιους διˬακουνιˬάρ’ς (ὁ φορτικὸς γινόμενος πωλητὴς οὐδόλως διαφέρει τοῦ ἐπαίτου) Θεσσ. 10) Πολυφάγος Πελοπν. 11) Ἑρμαφρόδιτος Μακεδ. 12) Ἑξαδάκτυλος Μακεδ. 13) Ὁ ἐξ ἀσημάντου οἰκογενείας καταγόμενος, ὁ εὐτελὴς τὴν καταγωγὴν Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αρρεβωνιˬάστηκε ἕναν ἀφύσικο ἄνθρωπο ποῦ δὲν ἤτανε γιˬὰ τίποτε Μάν. || Παροιμ. ᾽Αφύσικος φορεῖ βρακὶ | καὶ τοῦ φαίνεται μακρύ, τὸ φόρεσε κιˬ ὁ φυσικὸς | καὶ τοῦ φάνηκε κοντὸ Κεφαλλ. ᾽Αφύσικος βαστάει βρακί, φοβᾶται μὴν τὸ χέσῃ Μάν. || Γνωμ. Ὁ ἀφύσικος φυσικὸς δὲ γίνεται Λεξ. Δημητρ. Πβ. ἀφύσευτος 1. 14) 'Ανεπιτήδειος, ἀδέξιος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 15) Ἄσχημος, δυσειδής, δύσμορφος Ἤπ. Θεσσ. Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἀφύσικο παιδὶ 'Ανδροῦσ. ’Αφύσ'κους ἄνθρουπους Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκημομούρης, ἄσκημος 1. 16) Παραβλώψ, ἀλλήθωρος Τσακων. Β) Οὐδ. πληθ. ἀφύσικα οὐσ. 1) Εἶδος σταφυλῶν Πελοπν. (Βούρβουρ.) 2) Αἰσχρουργίαι, αἰσχρολογίαι κττ. Ἤπ. 3) Τὰ αἰδοῖα Ἤπ. Συνών. ἀφυσικιˬὰ 2γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/