ἀχναδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχναδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχναδιˬάζω Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. ἀχναδιˬάζου Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀχνάδα.

Σημασιολογία

1) Λέγω τι μὲ συστολὴν, διστακτικά, ἰδίως ἐπὶ ἀναγγελίας λυπηροῦ τινος Σάμ.: Πῶς νὰ τ’ τοὺ ἀχναδιˬάσου. 2) Κατὰ γ΄ πρόσωπ. ἀκούεται ἀσθενεστάτη φωνή, ἐλάχιστος ἦχος Λεξ. Μ'Εγκυκλ. Δημητρ.: Τίποτε δὲν ἀχναδιˬάζει (δὲν ἀκούεται οὐδ’ ὁ ἐλάχιστος ἦχος) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/