ἀχνολειριˬασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνολειριˬασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνολειριˬασμένος ἐπίθ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀχνολειριˬάζω.
Σημασιολογία
’Εκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ κάλλαιον ἔγινε ὠχρόν, ἐπὶ ὀρνίθων καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ὁ ὠχρὸς τὴν ὄψιν, καταβεβλημένος. Συνών. ἀχνοπαννιˬασμένος (ἰδ. ἀχνοπαννιˬάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA