ἁψιμοκόλιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁψιμοκόλιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁψιμοκόλιν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἅψιμον καὶ κόλος.

Σημασιολογία

1) Ταχύ, δραστήριον. 2) Ζωηρόν, ἄτακτον: Ἁψιμοκόλιν παιδίν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/