βαβούλα (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβούλα (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαβούλα ἡ, (Ι) Αἴγιν. Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Λακων. Λεβέτσ.) κ.ἀ. βαβίλα Ἤπ. (Ἄρτ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. –Λεξ. Βλαστ. 437 βάβουλας ὁ, Ἀμοργ. Θήρ. Νάξ. (Κορων.) Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογικ. δημώδ. 15 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Τὰ βομβοῦντα ἔντομα, οἱ τῶν ἀρχαίων βόμβυκες, κυρίως ἐκ τῶν μεγάλων ὡς ὁ βομβυλιός, ἡ μηλολόνθη κτλ. Αἴγιν. Ἀμοργ. Εὔβ. (Στρόπον.) Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Νάξ. (Κορων.) Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Λεβέτσ. Μάν.) Τὸ ἀρσεν. καὶ ὡς ἐπών. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Πειρ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος κ.ἀ. Πβ. μπάμπουρας. 2) Ἡ παιδιὰ τυφλόμυιγα, ἡ τῶν ἀρχαίων μυΐνδα ἢ χαλκῆ μυῖα Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν εἷς παίκτης σχηματίζει διὰ τῶν δακτύλων του κλωβόν, ὁ δὲ ἕτερος παριστάνει διὰ τοῦ δείκτου τῆς χειρός του τὴν ζητοῦσαν νὰ εἰσδύσῃ εἰς τὸν κλωβὸν βαβούλαν χωρὶς νὰ συλληφθῇ Ἤπ. (Ἄρτ.) 4) Μετων. πρόβατον ἔχον ἀτροφικὰ καὶ πολὺ μικρὰ κέρατα περὶ τὰ ὦτα συνεστραμμένα Κρήτ. Συνών. βαβούλικο, βαβουλοκέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA