βάκρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάκρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάκρα ἡ, Ἤπ. Θεσσ. Μέγαρ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Δημητσάν. Ἦλ. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Εὐρυταν. Λεπεν.) βάκρο τό, Ἤπ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Φεν.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἀλβαν. vacra, ὃ ἐκ τοῦ Σλαβ. vacla. Τὸ οὐδ. βάκρο κατὰ τὸ πρόβατο ἢ ἀρνί.
Σημασιολογία
1) Πρόβατον θῆλυ ἢ ἄρρεν ἔχον σῶμα λευκόν, κεφαλὴν δὲ καὶ πόδας μελανοὺς ἢ ἔχον μελανὰ στίγματα εἰς τὸ μέτωπον, τὸ στῆθος καὶ τοὺς πόδας. Συνών. βάκραινα, *βακραινοκάλεσιˬα, *βακρεσιˬα1. Πβ. *βακροκάλεσιˬα. 2) Καὶ ἐπιθετικ. βάκρο πρόβατο Φεν. Βάκρα προβατῖνα Καλάβρυτ. Βάκρο ἀρνὶ αὐτόθ. Βάκρη προβατῖνα ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 66.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA