βασωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βασωμένος ἐπίθ. Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *βασώνω ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. βάσι.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἢ ἀποκτήσας βάσιν, θεμέλιον, ἰδίᾳ ἐπὶ τοῦ βασισθέντος ἐπὶ τοῦ στελέχους του σπαρτοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA