βιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βιάζω λόγ. σύνηθ. βιγιˬάζω Πόντ. βιˬάζω σύνηθ. βιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ἀβιˬάζω Πελοπν. διˬάζω Ἤπ. Θρᾴκ. (Σκοπ.) διˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.) Μακεδ. (Κηπουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀδιˬάζου Μακεδ. Μέσ. βιˬάντζομαι Πάτμ. ἐβιˬάζομαι Κάρπ. ἐβgιˬάζ-ζομαι Χίος (Καρδάμ.) ἀβιˬάζουμι Λέσβ. βιˬάζουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) βιδιˬάζομαι Ἄνδρ. διˬάζομαι Κάσ. Κύθηρ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Οἰν.) Χίος διˬάζ-ζομαι Εὔβ. (Κουρ.) διˬάζουμαι ᾿Ιων (Σμύρν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) διˬάζουμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. Σουφλ.) Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Καλοσκοπ. Λοκρ. κ.ἀ.) δκιˬάζομαι Κύπρ. ἀδιˬάζουμι Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ. Σουφλ.) διˬανάζομαι Χίος (Ἅγιος Γεώργ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βιάζω.

Σημασιολογία

1) Καταναγκάζω, πιέζω ἔνθ’ ἀν.: Σιγά, δὲ σὲ βιˬάζει κἀνένας. Ἄν δὲ θέλῃς, δὲ σὲ βιˬάζω. Βιˬάσ᾿ τον νὰ τὸ κάμῃ-νὰ πάῃ νὰ δουλέψῃ-νὰ φύγῃ κττ. ᾽Αφοῦ δὲν πάει τὸ ζῷ, μὴν τὸ βιˬάζῃς. Βιˬάζει τὸν ἑαυτό του νὰ πάρῃ τὸ γιˬατρικό κοιν. || Φρ. Βιˬάζω τὴ φωτιˬὰ (συνδαυλίζω) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Συνών. ζορίζω, στενοχωρῶ. β) Μέσ. ἐπείγομαι, σπεύδω κοιν. καὶ Τσακων.: Βιˬάζομαι νὰ τελε͜͜͜ιώσω τὴ δουλει͜ά μου-νὰ πάω ᾿ς τὸ σπίτι-νὰ φύγω κττ. Βιˬάσου (κάμε γρήγορα). Εἶμαι βιˬαζούμενος κοιν. || Φρ. Μὴ βιˬάζισι, τὶ γιράεις γλήγουρα Ἤπ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος βιˬάζεται σκοντάφτει (ὁ σπεύδων ὑπὲρ τὸ δέον δὲν φιάνει ἐγκαίρως εἰς τὸν πρὸς ὃν ὅρον) κοιν. Ὁπο͜ίος-ι-δκιˬάζεται κάμνει τὰ παιδκιˬά του στραβὰ (ὁ πολὺ σπεύδων κάμνει ἔργα ἐλαττωματικὰ) Κύπρ. Εἶμαι φορτωμένος πολὺ καὶ διˬάζουμαι κιˬόλας (ἐπὶ συνδρομῆς δυσχερειῶν) Σμύρν. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος ’πόσχεται βιˬαζούμενος μετανο͜ιώνει ἀνασούμενος (ἀνασούμενος=ἀναπαυόμενος) Πελοπν. (Λακων.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 1,63 «δρόμῳ βιάσασθαι ἐς τὴν Ποτείδαιαν». Καὶ μετβ. ἐπισπεύδω τι σύνηθ.: Τὸ βιˬάζομαι τό ροῦχο νὰ τὸ τελειώσω. Συνών. ἀναγκάζω Β1. 2) Κατατρύχω, ἐπὶ πόνου Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Μὲ βιˬάζει ὁ πόνος. Τώρα τὸ βράδυ τὸν ἐβιˬάσεν ὁ πόνος κιˬ ἀπηλογε͜ιῶdαι dου τὰ βουνά. 3) Καταναγκάζω πρόσωπον νά συνέλθῃ μετ᾽ ἐμοῦ κοιν. καὶ Πόντ.: Βίασε μιˬὰ γυναῖκα. Βίασε ἕνα ἀνήλικο ἀγώρι ἤ κορίτσι καὶ πάει φυλακὴ κοιν. Μετοχ. βιγιˬασμένος=ὁ βίᾳ ὑποστὰς συνουσίαν Πόντ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. 'Αντιαττικ. (J Bekker Anecd. graec. 1,86) «βιάσαι ἀντὶ τοῦ βιάσασθαι. 'Αλκαῖος. ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/