βιγλοπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιγλοπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βιγλοπούλλα ἡ, ἀμάρτ. Πληθ. βιgλόπουλλες Βιθυν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βίγλα διὰ τῆς καταλ. -πούλλα.
Σημασιολογία
Μικρὰ βίγλα 1, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. ᾿Εγὼ γιˬὰ τὴν πολλαγαπῶ τρεῖς βίgλες θελὰ κάνω, τρεῖς βίgλες, τρεῖς βιgλόπουλλες καὶ τρεῖς ἀντρειγιˬωμένες (βιgλόπουλλες ἀντρειγιˬωμένες=αἱ ἔχουσαι ἀνδρείους φρουροῦς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA